- καματερός
- -ή, -ό (Μ καματερός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, καματάρικος, ο κατάλληλος για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά»)2. το θηλ. ως ουσ. η καματερήεργάσιμη μέρα, καθημερινή3. το ουδ. ως ουσ. το καματερόα) βόδι κατάλληλο για όργωμαβ) οι μεταξοσκώληκεςγ) το πεύκονεοελλ.φιλόπονος, προκομμένος, εργατικόςμσν.1. το ουδ. ως ουσ. τo καματερόνγη καλλιεργήσιμη με άροτρο, χωράφι2. (για φορτηγά πλοία) κατάλληλος για φόρτωμα («καράβια καματερά», Κ. Πορφυρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καματηρός, με τροπή τού -η- σε -ε- λόγω τής φωνητικής επιδράσεως τού -ρ- (πρβλ. σίδηρος > σίδερο)].
Dictionary of Greek. 2013.